Περὶ τῆς μοναδικότητας τῶν μορφῶν


Περὶ τῆς μοναδικότητας τῶν μορφῶν[*]

Στὸν Μιχάλη Κατσίκα

Στὴ Δημιουργία, ἡ ἀπειροσύνη τοῦ θείου Ἑνὸς μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἰδέα τῆς Μοναδικότητας.

Ἡ Μοναδικότητα εἶναι θεῖος Νόμος, ὁ ὁποῖος διέπει τὴν ποικιλότροπη ἐκδίπλωση τοῦ θείου Ὄντος μέσα στὴ Δημιουργία γιὰ τὴν ὑπηρέτηση ἀπειράριθμων σκοπιμοτήτων μὲς στὸ πλαίσιο τοῦ θείου Ἑνός. Ὁ Θεὸς οὐδέποτε ἐπαναλαμβάνει τὸν «ἑαυτό» Του. Ὡς ἐκ τούτου, ἐκεῖνο ποὺ ἀποκαλοῦμε ἀπειροσύνη τοῦ Θεοῦ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε στὴ διαφορετικότητα τῶν ἄπειρων -καθ’ ἡμᾶς- ἐκφράσεών Του. Δὲν νοεῖται νὰ ἐκδηλώνεται ὁ Θεὸς ὁμοιοτρόπως, ἀφοῦ δὲν ἐνεργεῖ ποτὲ ἄσκοπα. Ἔτσι, κάθε Ἰδέα Του νοεῖται ἅπαξ διὰ παντός. Ἔστω καὶ μόνο δύο ταυτόσημες Ἰδέες στὸ Θεῖον εἶναι κάτι τὸ παντελῶς ἀδιανόητο. Ἂν ὁ Θεὸς ἐκφραζόταν δύο φορὲς πανομοιότυπα, τοῦτο δὲν θὰ ἦταν μόνον ἄσκοπο καὶ ἀσύμβατο πρὸς τὴ θεία Οἰκονομία, ἀλλὰ θὰ κατέλυε τὸ λόγο τῆς πολλαπλότητας πρὸς τὴ Μονάδα. Ὀρθῶς λέγεται, λοιπόν, ὅτι τὸ Θεῖον μελίζεται, ἀλλὰ δὲν διαιρεῖται.

Ἄπειρες λοιπὸν καὶ μοναδικὲς εἶναι οἱ θεῖες Ἰδέες˙ ἄπειρες, μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες ἐπίσης οἱ διακεκριμένες ἐκφράσεις τους στὸν κόσμο τῆς ὕλης, δηλαδὴ οἱ παντοειδεῖς μορφές, ἄπειρη καὶ ἡ ποικιλία καὶ ἡ ἱεράρχηση τῶν ἰσότιμων μέν, πλὴν ὅμως ὄχι ἴσων μεταξύ τους, μορφῶν βάσει τῆς σκοπιμότητάς τους. Οὔτε ἕνα φύλλο δέντρου δὲν εἶναι παρόμοιο μὲ ὁποιοδήποτε φύλλο ὑπῆρξε ποτέ, ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρξει στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα. Οὔτε μία μορφὴ δὲν ἔχει νὰ ὑπηρετήσει τὴν ἴδια ἀκριβῶς σκοπιμότητα μὲ κάποιαν ἄλλη. Κάθε μορφὴ ὑπηρετεῖ, μέσα στοὺς αἰῶνες, ἕναν εἰδικὸ σκοπό, ὥστε ὅλες μαζὶ συνεργαζόμενες νὰ ὑπηρετήσουν τελικὰ τόν Ἕνα καὶ Μοναδικὸ Σκοπό, συνθέτοντας ταυτόχρονα αὐτὴ τὴν ἀπαράμιλλη Ἁρμονία ποὺ διέπει τὴ λειτουργία τῆς Φύσης. Τὴν περὶ μοναδικότητας αὐτὴ θέση τὴν ἀποδεικνύει περίτρανα καὶ ἀπόλυτα –στὸ ἀνθρώπινο τουλάχιστον ὂν- ἡ ὕπαρξη τῶν δακτυλικῶν ἀποτυπωμάτων ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἀνεπανάληπτη ὑλικὴ ταυτότητα κάθε ἀτόμου, ἀκόμα καὶ στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τοὺς λεγόμενους μονοζυγῶτες διδύμους. Τελευταῖα δέ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δακτυλοσκόπηση, καὶ ἡ ἰριδοσκόπηση ἀποτελεῖ, μεταξὺ ἄλλων, τὸν πιὸ εὐέλικτο καὶ ἀσφαλέστερο τρόπο ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ βιομετρικὴ γιὰ τὴν ταχεία ἀναγνώριση τῆς ταυτότητας τοῦ ἀτόμου. Γιατὶ ἡ βιομετρικὴ χρησιμοποιεῖ ἐπίσης τὸ παλαμιαῖο ἀποτύπωμα, διάφορα ἄλλα στοιχεῖα τοῦ προσώπου τοῦ ἀτόμου, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν εἶναι πρὸς τὸ παρὸν τόσο ἀποτελεσματικά, καθὼς καὶ τὸ γενετικὸ ἀποτύπωμα, τὸ ὁποῖο εἶναι μὲν τὸ πιὸ ἀξιόπιστο μέσον, ἀλλὰ δὲν προβλέπεται ἐπὶ τοῦ παρόντος νὰ χρησιμοποιηθεῖ εὐρέως λόγω δυσχερειῶν οἰκονομικῆς φύσεως καθὼς καὶ λόγω δυσκολίας γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ ἀνάλυση τῶν δεδομένων του.

Μοναδικὲς εἰκόνες τῶν θείων Ἰδεῶν εἶναι, φυσικά, καὶ οἱ αἰθερικὲς προτυπώσεις τῶν μορφῶν, ὅμως ὅλες μαζί, σὰν ἀπειράριθμες ψηφίδες, συνθέτουν τὴν εἰκόνα τῆς ἑνιαίας Δημιουργίας ὡς ἀπέραντου ψηφιδωτοῦ.

Κάθε μορφὴ διακρίνεται γιὰ ἕνα σύνολο ἰδιοτήτων, μὲ τὶς ὁποῖες κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία της μέσα στὸ χωροχρόνο, ὑπηρετώντας μὲ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο τρόπο τὴν ἀναγκαιότητα τῆς δεδομένης στιγμῆς, κατὰ τὴν ὁποία ἐμφανίζεται. Ὅταν λέμε πὼς μιὰ μορφὴ διαφέρει ἀπὸ κάποιαν ἄλλη, ἐννοοῦμε πὼς ἡ μορφὴ αὐτὴ ἔχει διαφορετικὲς ἰδιότητες καὶ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τοῦτο ἰσχύει ἀκόμα κι ὅταν ἐνδέχεται μιὰ μορφὴ νὰ ἐμφανίζει πλῆθος ὁμοιοτήτων μὲ κάποιαν ἄλλη˙ ἀρκεῖ ἕνα καὶ μόνον ἰδιάζον χαρακτηριστικό της γνώρισμα, μία καὶ μόνο ξεχωριστὴ ἰδιότητά της, γιὰ νὰ τὴ διαφοροποιεῖ ἀπὸ μίαν ἄλλη, ἔστω καὶ ἂν ὅλα τὰ ὑπόλοιπα χαρακτηριστικά τους εἶναι πανομοιότυπα.

Καθὼς τὰ πάντα ἀνεξαιρέτως στὴ Φύση εἶναι μοναδικά, οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐπίσης διαφορετικοὶ μεταξύ τους, ἀφοῦ ὁ καθένας ἐκφράζει ἕνα βαθμὸ μιᾶς τουλάχιστον ἀρετῆς ἢ συνδυασμοῦ ἀρετῶν διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνον ὁποιουδήποτε ἄλλου συνανθρώπου του. Ἡ μοναδικότητα κάνει, λοιπόν, καὶ στὸ ἀνθρώπινο ὂν τὴν ἐμφάνισή της μέσω τῶν ἰδιαζόντων, τῶν ἰδιαιτέρων χαρακτηριστικῶν του κατὰ τὸ πνεῦμα (ὅπως π.χ. ἡ παρατηρητικότητα, ἡ εὐστροφία κ.ἄ.), τὴν ψυχὴ (ὅπως π.χ. ἡ εὐαισθησία, ἡ φιλαυτία κ.ἄ.) καὶ τὸ σῶμα (ὅπως π.χ. τὸ ὕψος, τὸ χρῶμα τῶν μαλλιῶν κ.ἄ.)˙ τοῦτα δὲν εἶναι ἄλλα ἀπὸ τὶς σφραγίδες μιᾶς θείας ἀκτίνας πάνω στὶς τρεῖς ὑποστάσεις του –τὴν πνευματική, τὴν ψυχικὴ καὶ τὴν ὑλική-, ἀκτίνας τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ τὴν ἀπόληξη στὸν κόσμο τοῦτο. Ἔτσι, κάθε ἀνθρώπινο ὄν, ὡς ἀποτύπωμα τῆς προβολῆς μίας θείας Ἰδέας στὸν κόσμο τῆς ὕλης, ὄντας κατὰ μία θεώρηση τρισυπόστατο, φέρει τὴ σφραγίδα τῆς Ἰδέας αὐτῆς στὴν ὅλη του συγκρότηση, δηλαδὴ στὸ πνεῦμα, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα του, καὶ διαφέρει ὡς πρὸς τὴν ποικιλία καὶ τὴ χροιὰ τῶν ἰδιοτήτων ποὺ ἐμφανίζει κατὰ ἕναν ὁρισμένο συνδυασμὸ καὶ τρόπο, μὲ ἄλλα λόγια διαφέρει ὡς πρὸς τὴ φυσική του προσωπικότητα. Συνεπῶς, ἡ μοναδικότητα ἀφορᾶ καὶ τὶς τρεῖς ὑποστάσεις τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος. Γιὰ τὸ λόγο αὐτόν, οἱ ἄνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὰ σωματικά τους γνωρίσματα, ποὺ εἶναι ἄλλωστε καὶ τὰ ἐμφανέστερα, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχοσύνθεση, τὶς δεξιότητες, τὶς τάσεις, τὸν τρόπο σκέψης καὶ ἀντίληψης, τὴ νοοτροπία τους κ.λπ., κοντολογὶς ὡς πρὸς τὰ πάντα, ἀκόμα κι ὅταν ἐκδηλώνουν παραπλήσιες ἀρετές.
Ἡ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη προσωπικότητα, τὴν ὁποία κατέχει κάθε ἀνεξαιρέτως ἀνθρώπινο ὄν, ἐντάσσεται κι αὐτή, ὡς ἐξυπακούεται, μέσα στὸ πλαίσιο τῆς Μοναδικότητας, ἡ ὁποία διέπει ὁλόκληρη τὴ Δημιουργία καὶ, φυσικῴ τῷ λόγῳ, τὴν ἀνθρωπότητα˙ κι ἐπειδὴ οἱ Νόμοι εἶναι δημιουργικοί, ἡ Μοναδικότητα ὡς Νόμος εἶναι κι αὐτή, ἀκόμα κι ὅταν ἀφορᾶ τὸν κόσμο τοῦτο, δημιουργική. Ἡ Μοναδικότητα εἶναι τελικὰ ἐκείνη ποὺ ἐπιτρέπει στὴν καλῶς ἐννοούμενη ἀμοιβαιότητα, θεμέλιο κάθε κοινωνικῆς ζωῆς, νὰ χρωματίζει τὶς μεταξὺ τῶν ἀτόμων σχέσεις μέσα σὲ μιὰ ὁμάδα. Γι’ αὐτό, τὸ κοινωνικὸ ἐκεῖνο σύνολο ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ὀρθὴ ἀμοιβαιότητα τῶν μελῶν του δὲν νοεῖται νὰ ἐμποδίζει τὶς ἐλευθερίες τοῦ ἀτόμου, οὔτε τὴν ἀνεξαρτησία τῆς προσωπικότητάς του. Ἀπεναντίας, οἱ εὐνοϊκὲς συνθῆκες ἀγάπης καὶ ἀγαστῆς συνύπαρξης ποὺ ἐπικρατοῦν σ’ ἕνα τέτοιο ὑγιὲς κοινωνικὸ περιβάλλον, ἐπιτρέπουν σὲ κάθε ἄτομο νὰ ἐκφράζει καὶ νὰ βεβαιώνει ἀπρόσκοπτα, ἀνεμπόδιστα, τὴ μοναδικότητα τῆς προσωπικότητάς του, ἐπ’ ὠφελείᾳ τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου.

Τὰ ἰδιάζοντα , λοιπόν, χαρακτηριστικὰ ἑνὸς ἀνθρώπου –κατὰ τὸ πνεῦμα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα-, τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν τὴ φυσική του προσωπικότητα, δὲν τὰ φέρει κανένας ἄλλος ἄνθρωπος τοῦ παρόντος, οὔτε τὰ ἔφερε στὸ παρελθόν, οὔτε καὶ θὰ τὰ φέρει στὸ μέλλον. Αὐτὰ εἶναι ποὺ χρωματίζουν μὲ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο τρόπο τὶς ἐν δυνάμει ἱκανότητες τῶν τριῶν ὑποστάσεων τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος, ἱκανότητες πού, αὐτές, εἶναι οἱ ἴδιες γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἐκδηλωμένες ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο. Αὐτὲς εἶναι εἰδικότερα: α) ἡ κίνηση, ἡ ὁμιλία καὶ οἱ πέντε αἰσθήσεις ὅσον ἀφορᾶ τὸ σῶμα, β) ἡ δεκτικότητα, ἡ αἰσθαντικότητα καὶ ἡ μεταφορικότητα ὅσον ἀφορᾶ τὴν ψυχὴ καὶ γ) ἡ φαντασία, ἡ βούληση καὶ ἡ ἰσχὺς ὅσον ἀφορᾶ τὸ πνεῦμα. Τὰ ἰδιάζοντα χαρακτηριστικὰ ἑνὸς συγκεκριμένου ἀνθρώπου καὶ σὲ συγκεκριμένο συνδυασμὸ ἐμφανίζονται, λοιπόν, ἅπαξ καὶ διὰ παντός, συγχρόνως μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἐν λόγω ἀνθρώπου στὸν κόσμο μας. Οἱ ἐν δυνάμει ὅμως ἀνθρώπινες ἱκανότητες εἶναι κοινὲς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀσχέτως μὲ τὸ πῶς τὶς ἐκφράζει ὁ κάθε ἄνθρωπος.

Ἡ Μοναδικότητα ὡς θεῖος Νόμος εἶναι, μὲς στὴν ἀπολυτότητά της, ἀπαραβίαστη ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ συνέπεια, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση τῆς κλωνοποίησης, ἡ Μοναδικότητα δὲν καταστρατηγεῖται, ἀφοῦ καὶ τὸ ἔμβιο-κλῶνος ποὺ θὰ γεννηθεῖ μέσω μιᾶς τέτοιας διαδικασίας θὰ εἶναι τελικὰ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν «γεννήτορά» του˙ γιατὶ, καὶ μόνο λόγω τοῦ διαφορετικοῦ χρόνου τῆς ἐμφάνισής του πάνω στὴ γῆ, καὶ μόνο λόγω τοῦ διαφορετικοῦ χώρου τῆς ἐμφάνισής του, γίνεται ἀντικείμενο ἐπιρροῆς διαφορετικῶν κοσμικῶν δονήσεων ἀπὸ τὶς δονήσεις ποὺ ὑπέστη τὸ ἔμβιο ἐκεῖνο ὄν, τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ κλωνοποιημένο –ἀλλὰ ὄχι πιστό, πανομοιότυπο- «ἀντίγραφο».
Τὰ ἀνθρώπινα ὄντα εἶναι, λοιπόν, διαφορετικὰ μεταξύ τους, ἀκόμα κι ἂν ἐμφανίζουν τεράστιες ἐνδεχομένως ὁμοιότητες, ὅμως ἡ διαφορετικότητά τους δὲν ἀποκλείει τὴν πιθανότητα ὁμοιογένειας μεταξὺ κάποιων ἀπ’ αὐτὰ ὡς πρός, λόγου χάριν, τὶς κλίσεις, τὸν τρόπο ἐκδήλωσης, τὰ ἐνδιαφέροντα, τὶς συνήθειές τους κ.λπ. Οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ εἶναι δηλαδὴ ὁμοιογενεῖς ὡς πρὸς τὶς θεῖες Ἀρετὲς ποὺ ἐκφράζουν, δὲν παύουν ὡστόσο νὰ διαφέρουν μεταξύ τους ὡς πρὸς τὸν τρόπο καὶ τὸ βαθμὸ ποὺ τὶς ἐκφράζουν.

Μέσα στὴ Φύση παρατηροῦμε πὼς ἡ δύναμη τῆς ὁμοιογένειας συντελεῖ στὸ νὰ συναθροίζονται, νὰ συγκεντρώνονται καὶ νὰ ὁμαδοποιοῦνται οἱ μορφὲς τοῦ ἴδιου εἴδους ἔτσι ὥστε νὰ δημιουργεῖται ἕνα ἰδιαίτερο, τρόπον τινά, περιβάλλον γιὰ κάθε ἐπὶ μέρους εἶδος, μέσα στὸ ὁποῖο νὰ μπορεῖ αὐτὸ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ δρᾶ μὲ ἀσφάλεια.

Μέσα σὲ τοῦτο λοιπὸν τὸ κλίμα ἀγχιστείας, ὁμοιογένειας, τὸ ὁποῖο εὐνοεῖ τὴ συγκέντρωση τῶν ὁμοειδῶν ἢ ὁμοιογενῶν ἀτόμων, κάθε ἄτομο τῆς ὕλης ἕλκει πρὸς τόν ἑαυτό του τὸ ἄτομο τοῦ δικοῦ του στοιχείου, τὰ δὲ ἄτομα συνενούμενα σχηματίζουν ἔτσι μιὰ φυσικὴ μορφή, ἡ ὁποία βρίσκεται συνήθως σὲ στενὴ γειτνίαση μὲ ἄλλες ὁμοειδεῖς μορφές. Τοῦτος εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ ἄνθρωποι εἴθισται νὰ ζοῦν κατὰ οἰκογένειες καὶ κατὰ εὐρύτερες κοινωνικὲς ὁμάδες ὅπως οἱ κοινότητες, οἱ φάρες, οἱ κάστες, οἱ φυλές, τὰ ἔθνη κ.λπ. Τὸ ἴδιο ἄλλωστε παρατηροῦμε νὰ συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα θηλαστικά, τὰ πτηνά, τὰ ἔντομα καὶ τὰ ψάρια ποὺ ζοῦν συνήθως σὲ ἀγέλες, σὲ κοπάδια, σὲ σμήνη, σὲ σμάρια. Τὰ δάση ἀποτελοῦνται ἀπὸ χιλιάδες ὁμοειδὴ δέντρα (π.χ. τὸ ἐλατόδασος, τὸ πευκόδασος κ.ἄ.), καὶ οἱ φυτεῖες ἀπὸ ὁμοειδὴ φυτά (π.χ. ζαχαροκάλαμα, μπανάνες, καφεόδεντρα κ.ἄ.). Τὸ ἴδιο βέβαια ἰσχύει ἐπίσης γιὰ ὅλες τὶς φυσικὲς μορφὲς ἄβιας ὕλης. Ὁ ἄνθρακας ἀνευρίσκεται σὲ ἀνθρακοφόρα κοιτάσματα, ὁ χρυσὸς σὲ χρυσοφόρα, τὰ διαμάντια σὲ ἀδαμαντοφόρα καὶ τὸ πετρέλαιο σὲ φλέβα πετρελαίου. Τοῦτο ἀποδεικνύει περίτρανα πὼς κάθε μορφὴ χρειάζεται τὸ ἰδιαίτερο, συγγενικό της περιβάλλον γιὰ νὰ «ὑπάρξει».

Ἡ μοναδικότητα ὅμως δὲν χαρακτηρίζει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τὶς φυσικὲς μορφὲς τῆς Δημιουργίας ἀλλὰ καὶ τὶς ἀνθρωποποίητες μορφές. Καὶ γιὰ μὲν τὶς καλλιτεχνικὲς μορφὲς τοῦτο εἶναι προφανές, ἀφοῦ αὐτὲς ἀποτελοῦν ἐκφράσεις στὸ χῶρο τῶν καλῶν τεχνῶν διαφορετικῶν καλλιτεχνῶν, οἱ ὁποῖοι τὶς σφραγίζουν μὲ τὴ μοναδικότητα τῆς ἰδιαίτερης προσωπικότητάς τους. Δὲν συμβαίνει ὅμως τὸ ἴδιο, θὰ ἔλεγε ἕνας ἐπιπόλαιος παρατηρητής, μὲ τὶς ἀνθρωποποίητες ἐκεῖνες μορφές, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν βιομηχανικά, ἐν σειρᾷ παραγόμενα, προϊόντα ποὺ φαίνονται πανομοιότυπα. Ἐντούτοις καὶ αὐτὲς ἀκόμα οἱ τεχνητὲς μορφές, παρὰ τὰ φαινόμενα, εἶναι κατ’ οὐσίαν διαφορετικὲς μεταξύ τους, ἐφόσον θεωρήσουμε ἁπλῶς καὶ μόνο τὴ διαφορετικὴ μοριακή τους ἔστω σύνθεση καθὼς καὶ τὸν διαφορετικὸ χρόνο καὶ τὶς διαφορετικὲς συνθῆκες κατασκευῆς τους. Ἐξάλλου, τὸ γεγονὸς καὶ μόνο ὅτι δὲν καταλαμβάνουν ὅλες τὴν ἴδια θέση μέσα στὸ χῶρο ἀρκεῖ ἐπίσης ὥστε νὰ χαρακτηριστοῦν διαφορετικὲς μεταξύ τους. Τὰ πάντα, λοιπόν, σφραγίζονται ἀπὸ τὴ Μοναδικότητα.

Ἑπομένως ἡ Μοναδικότητα ὡς θεῖος Νόμος δὲν ἐπιδέχεται ἐξαιρέσεις καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραβιαστεῖ ἀπὸ τὴ Φύση, ἀκόμα δὲ λιγότερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ καμία ἀνεξαιρέτως ἀπὸ τὶς μορφές, εἴτε αὐτὲς εἶναι φυσικὲς εἴτε τεχνητές.


*Πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ ΠΑΡΟΔΟΣ, τχ 19, [Ἀπρ. 2008], σσ. 2204-2208, ὑπὸ τὸν ἐλαφρῶς παραλλαγμένο τίτλο «Σκέψεις πάνω στὴ μοναδικότητα τῶν μορφῶν».