Ἡ γένεση τῶν μορφῶν
Ἀπὸ Θεοῦ ἄρξασθαι
Ἕνας εἶναι ὁ Θεός.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, ἄρα ἄπειρος, ἀφοῦ ἂν δὲν ἦταν ἄπειρος, θὰ ἦταν πεπερασμένος καὶ συνεπῶς θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι ἕνας. Εἶναι ἡ ἱερὴ Μονάδα, Ἀρχὴ ὅλων τῶν Ἀρχῶν, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὰ πάντα καθὼς τὰ πάντα γεννιοῦνται καὶ ὑπάρχουν μέσα σ’ αὐτὴν καὶ τίποτα δὲν νοεῖται νὰ ὑπάρχει πέρα ἀπ’ αὐτήν. Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι ἡ ἱερὴ Μονάδα, τὸ Ἓν μὲ τὶς ἄπειρες ἐκδηλώσεις, τὸ ἄπειρο Ἓν μέσα στὸ ὁποῖο ζεῖ καὶ κινεῖται τὸ Πᾶν.
Ἀφοῦ τὸ ἄπειρο τοῦ Θεοῦ δὲν νοεῖται νὰ ἔχει ὅρια χώρου, δὲν νοεῖται νὰ ἔχει οὔτε ὅρια χρόνου, δηλαδὴ ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἄρα ὁ ἄναρχος, αὐτάρκης καὶ αὐτάρχης Θεὸς εἶναι καὶ αἰώνιος.
Οἱ ἔννοιες τῆς ἀπειροσύνης καὶ τῆς αἰωνιότητας εἶναι παντελῶς ἀσύμβατες πρὸς κάθε ἔννοια σχετικότητας καὶ γι’ αὐτὸ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸ ἀπόλυτο. Ὁ Θεός, ἑπομένως, εἶναι ἀπόλυτος.
Τὸ ἀπόλυτο, ὄντας ἀσύμβατο πρὸς τὸ σχετικό, ἀποκλείει τὸ ἀτελές, ἀφοῦ τὸ ἀτελὲς εἶναι σχετικό. Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι τέλειος.
Τὸ ἄπειρο, τὸ αἰώνιο καὶ τὸ τέλειο ὁρίζουν τὸ ἁγνό, δηλαδὴ τὸ ἀμιγὲς ἀπὸ κάθε ξένο πρὸς αὐτὸ στοιχεῖο. Ἀφοῦ, λοιπόν, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ὑφίσταται ἐκτὸς Αὐτοῦ, ὁ Θεὸς εἶναι ἁγνὸς ἢ - ἂν τὸ ἐκφράσουμε διαφορετικὰ - ἅγιος.
Ἕνας, λοιπόν, ὁ Θεὸς καὶ ὡς ἐκ τούτου ἄπειρος, αἰώνιος, ἀπόλυτος, τέλειος, ἅγιος.
Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ προβάλλοντας ἀπείρως καὶ αἰωνίως τὸν «ἑαυτό» Του. Ἰδέα ὁ Θεός, Ἰδέες προβάλλει. Τοῦτο σημαίνει πὼς ὁ Θεός, προβαλλόμενος, ἐμφανίζει ἄπειρες καὶ αἰώνιες μοναδικὲς Ἰδέες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἐκδιπλώσεις τῆς Μιᾶς Ἰδέας. Εἶναι, λοιπόν, ὁ Θεὸς ἡ Μία Ἰδέα σὲ ἄπειρες ἐκφράσεις. Κι αὐτὲς πάλι οἱ ἄπειρες Ἰδέες συνθέτουν τὴ μία, ἀδιαίρετη, ἄπειρη Ἀρχὴ τοῦ Παντός, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκπηγάζουν.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῶν πρώτων Ἰδεῶν˙ εἶναι ἡ γενεσιουργὸς αἰτία τοῦ Παντός, ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου, τὸ ὁποῖο συνέχει διὰ τοῦ Πνεύματός Του.
Τὸ Πνεῦμα εἶναι Ἀρχὴ ἀδιαίρετη καὶ ἀναλλοίωτη, ἡ ὁποία διαποτίζει ὁλόκληρη τὴ Δημιουργία καὶ εἶναι συνυφασμένη μὲ αὐτή. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ τὴν Ὕλη γόνιμη καὶ τῆς παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπαράγεται ἀφ’ ἑαυτῆς. Ἔτσι, ἐκεῖνο ποὺ προΐσταται τῶν πάντων, τὰ δονεῖ καὶ τὰ ζωογονεῖ εἶναι τὸ Πνεῦμα, μὴ ἄμεσα ἀντιληπτό, ἐνῶ ὅλα ὅσα προσλαμβάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς αἰσθήσεις του εἶναι ὕλη.
Δομικοὶ λίθοι τῆς Δημιουργημένης Δημιουργίας εἶναι οἱ Ἀρχές. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἀρχὴ Πνεῦμα, στὴν ὁποία ἀναφερθήκαμε προηγουμένως, ἔχουμε κι ἄλλες δύο Ἀρχές: τὴν Ὕλη καὶ τὴν Ψυχὴ ἢ Αἰθέρα. Ἡ Ὕλη, ὡς Ἀρχή, εἶναι κι αὐτὴ ἑνιαία, ἀδιαίρετη ἀλλὰ μελιζόμενη˙ ἀμετάβλητη ὡς πρὸς τὴν ἴδια, δὲν ἀλλάζει, ἀλλὰ παραλλάζει στὶς ἐκδηλώσεις της, δηλαδὴ στὶς μορφές. Οἱ μορφὲς ἀποτελοῦν, λοιπόν, ἔκφραση τῆς διαφοροποίησης τῆς Ὕλης. Γι’ αὐτό, ἀπὸ μιὰν ἄποψη, μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ Ὕλη εἶναι ἡ πηγὴ τῶν πρώτων ὑλῶν τῆς μορφῆς, βασικὰ δὲ στοιχεία στὴ δημιουργία τῆς Ὕλης εἶναι: τὸ πῦρ, ὁ ἀήρ, ἡ γῆ, καὶ τὸ ὕδωρ.
Ἡ Ὕλη δὲν εἶναι ἐνάντια τοῦ Πνεύματος˙ εἶναι ἡ «μορφοποίηση» τοῦ Πνεύματος στὸν κόσμο μας˙ εἶναι τὸ μέσον ἐκδήλωσης τοῦ Πνεύματος στὸν κόσμο μας.
Ἡ Ψυχὴ εἶναι ἡ τρίτη Ἀρχὴ ποὺ συγκρικώνει τὸ Πνεῦμα μὲ τὴν Ὕλη, ἡ γέφυρα ἐπικοινωνίας τοῦ Πνεύματος μὲ τὴν Ὕλη. Ἡ Ψυχὴ εἶναι οὐσία διάχυτη στὸ σύμπαν˙ εἶναι ὁ πλάστης τῶν μορφῶν.
Ὁλόκληρη ἡ ὑλικὴ Δημιουργία μὲ ὅλα τὰ ὄντα καὶ ὅλες τὶς παντοειδεῖς μορφὲς ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτήν, συμπεριλαμβανομένου φυσικὰ καὶ τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος, ὑπηρετεῖ τὴν ἀναδίπλωση τοῦ Παντὸς στοὺς κόλπους τῆς Μονάδας.
Ὡς δημιουργικὸ Αἴτιο, τὸ Θεῖον δρᾶ μὲ Ἀγάπη καὶ μὲ Σοφία, δηλαδὴ μὲ τὸ Πάθος ἢ Ἔρωτα καὶ μὲ τὸν Τρόπο ἀντίστοιχα, κατὰ τὴν ὀρφικὴ ὁρολογία. Ὁλόκληρη, λοιπόν, ἡ Δημιουργία δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀμοιβαίας δραστηριότητας, τῆς σύνδρασης, τῆς θείας Ἀγάπης καὶ τῆς θείας Σοφίας, τῶν δύο δηλαδὴ ἐκφράσεων τοῦ δημιουργικοῦ Πρώτου Αἰτίου. Οἱ δύο αὐτὲς ἐκφράσεις συγκροτοῦν μὲ τὸ Θεῖον τὴν ἀπόλυτη Τριάδα: Συνείδηση, Ἀγάπη καὶ Σοφία (Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα).
Οἱ Ἀρετὲς τῆς θείας Σοφίας καὶ τῆς θείας Ἀγάπης, σὲ αἰώνια συνεργασία, ἔχοντας ἡ μὲν πρώτη τὴν ἰδιότητα νὰ εἰσδύει καὶ νὰ κατακτᾶ, ἡ δὲ δεύτερη νὰ περικαλύπτει, νὰ μορφοποιεῖ καὶ νὰ διατηρεῖ, εἶναι οἱ δημιουργοὶ τῶν πρώτων μορφῶν.
Κάθε μορφὴ μέσα στὸν κόσμο τῆς ὕλης εἶναι, λοιπόν, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀμοιβαίας δραστηριότητας τῆς Σοφίας καὶ τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἢ ἀλλιώτικα τῆς εἰσδυτικῆς καὶ τῆς περικαλυπτικῆς κίνησης, τῆς ἐνεργητικότητας καὶ τῆς παθητικότητας, τῆς δοτικότητας καὶ τῆς δεκτικότητας, καὶ σὲ μιὰ περαιτέρω ἐκδίπλωση τῶν Ἰδεῶν, τοῦ περιέχοντος καὶ τοῦ περιεχομένου, τοῦ ἄρρενος καὶ τοῦ θήλεος, ὅλα δυάδες ἰσότιμες πλὴν ὅμως ἱεραρχημένες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦνται ἀπὸ δημιουργικῶς συνεργαζόμενα ἀντίθετα.
Ἑπομένως τὸ Πνεῦμα εἶναι ἡ γενεσιουργὸς αἰτία τῶν μορφῶν, ἡ Ψυχὴ εἶναι ὁ πλάστης τῶν μορφῶν καὶ ἡ Ὕλη ἡ πηγὴ τῶν πρώτων ὑλῶν τῶν μορφῶν.
Οἱ Πυθαγόρειοι παραδέχονταν δύο ὄψεις τῆς Δημιουργίας: μία, τὴν πνευματικὴ ἢ δημιουργοῦσα Δημιουργία (natura naturans), ἡ ὁποία εἶναι αἰώνια καὶ ἄφθαρτη καὶ προΐσταται στὴ γένεση καὶ τὴν ἐξακολουθητικὴ ζωὴ τῶν ὄντων˙ καὶ τὴν ἄλλη, τὴ δημιουργημένη Δημιουργία (natura naturata), ἡ ὁποία εἶναι εἰκόνα καὶ ἀντανάκλαση τῆς πρώτης καὶ στὴν ὁποία ἡ ἐξακολουθητικὴ καὶ ἀέναη γένεση, συντήρηση καὶ φθορὰ τῶν ὄντων προσδίδει τὸ χαρακτήρα τοῦ «αἰωνίου».
Ἡ «ἄπειρη» πολλαπλότητα τῆς ἐκδήλωσης τοῦ Θείου στὴ Φύση δὲν ἀποτελεῖ διαίρεση ἀλλὰ μελισμό˙ εἶναι ἔκφραση τοῦ Ἑνός, ἔκφραση τῆς ἱερῆς Μονάδας. Κι ἐνῶ τὸ Καλὸ δὲν διαιρεῖται ἀλλὰ μελίζεται, τὸ Κακὸ διαιρεῖται καί, διαιρούμενο, ἀποδυναμώνεται. Γι’ αὐτὸ καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ Καλὸ εἶναι παντοδύναμο, ἐνῶ τὸ Κακὸ πολυδύναμο.
Ἀφοῦ τὸ Θεῖον εἶναι τὸ Ἀγαθόν, δὲν νοεῖται νὰ ἐκδηλώνει παρὰ τὸ ὑπέρτατο καὶ ἀπόλυτο Καλό. Κάθε Ἰδέα, ὄντας σύλληψη τοῦ Θείου, ἀντανακλᾶ ὡς ἐκ τούτου τὴ φύση Του, φύση Καλοῦ, καὶ τὴ θέλησή Του, θέληση Δικαίου, Ἀγαθοῦ καὶ Ὡραίου. Ἑπομένως οἱ Ἰδέες ἔχουν ὅλες τὸ χαρακτήρα τοῦ ἀπολύτου, τοῦ τελείου καὶ ἄρα τοῦ πλήρους, καὶ ὡς τέτοιες ἀποκλείουν κάθε ἔλλειψη.
Ὁ Θεὸς εἶναι Ζωή. Ἡ Ζωὴ ἐμφανίζεται ὡς Κίνηση. Ἡ Κίνηση ἄρχισε ἀπὸ τὴ «στιγμὴ» ποὺ τὸ Θεῖον «θέλησε» νὰ ἐκδηλωθεῖ˙ μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Κίνηση ὑπῆρξε ἡ ἀπαρχὴ τῆς θείας Ἐκδήλωσης καὶ παρεπομένως ὁλόκληρης τῆς Δημιουργίας. Δημιουργία χωρὶς Κίνηση εἶναι ἀδιανόητη. Ἄλλωστε ἡ Κίνηση μαρτυρεῖ τὴ Ζωή, καὶ ἡ Ζωὴ γίνεται ἀντιληπτὴ μόνο μέσω τῆς Κίνησης, ἀφοῦ ἡ Κίνηση εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ παρουσία τῆς Ζωῆς. Καθὼς ἡ Ζωὴ εἶναι διάχυτη στὸ Πᾶν, ὡς ἐκ τοῦ ὅτι τὸ Θεῖον εἶναι πανταχοῦ παρὸν καὶ τὰ πάντα πληροῦν, τὰ πάντα μέσα στὴ Δημιουργία βρίσκονται σὲ κίνηση, εἶναι Κίνηση. Ἡ Κίνηση αὐτὴ εἶναι ἀέναη, δὲν ἔχει τέλος, μολονότι δὲν γίνεται πάντοτε ἄμεσα ἀντιληπτή, ὅπως π.χ. στὴν περίπτωση τῆς ἄβιας ὕλης. Ὅσο γιὰ τὴν ἔμβια ὕλη, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση αὐτοῦ ποὺ ὀνομάζουμε θάνατο, ἡ Κίνηση δὲν σταματᾶ, ἀλλὰ συμμετέχει στὴ μεταβολὴ τῶν δομικῶν της στοιχείων ἢ στὴν ἀποδόμησή της σὲ ἄλλα μικρότερα.
Ἡ Κίνηση, μὲ τὴ σειρά της, μορφοποιεῖται σὲ δονήσεις ἢ ἀλλιῶς οἱ δονήσεις εἶναι μορφοποιήσεις τῆς Κίνησης. Ὅσο γιὰ τὶς δονήσεις, εἶναι αὐτὲς ποὺ τελικὰ πλάθουν τὶς μορφές. Ἔτσι, ἡ ἀόρατη, ἀκατανόητη καὶ ἀσύλληπτη Ζωὴ γίνεται βαθμιαῖα γνωστή, ἀφοῦ πρῶτα μεταβάλλεται σὲ ἀκουστὴ («καὶ εἶπεν ὁ Θεός...») καὶ ὕστερα σὲ ὁρατή («καὶ ἐγένετο φῶς»). Ἐξυπακούεται, βέβαια, ὅτι ἡ δόνηση δὲν εἶναι ἡ ἴδια σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, κάθε δὲ μορφὴ φέρει τὴν ἰδιάζουσα σφραγίδα δόνησης, τὴν ὁποία δὲν φέρει καμία ἄλλη μορφὴ τῆς Δημιουργίας.
Κατὰ τὴν κάθοδό τους ἀπὸ τὸν Πνευματικὸ Κόσμο, οἱ θεῖες Ἰδέες, συλλήψεις τῆς ὑπέροχης Φαντασίας τοῦ θείου Δημιουργοῦ, προκειμένου νὰ μορφοποιηθοῦν, νὰ συγκεκριμενοποιηθοῦν, ἐδῶ κάτω, στὸν κόσμο τῆς Ὕλης, διέρχονται ἀναγκαστικὰ ἀπὸ τὸ Αἰθερικό, τὸν ἐνδιάμεσο κόσμο, ὅπου εἰκονοποιοῦνται, γίνονται δηλαδὴ εἰκόνες ἢ ἀλλιῶς αἰθερικὲς μορφὲς τῶν ἀρχέτυπων συλλήψεων. Οἱ αἰθερικὲς αὐτὲς μορφὲς ἀποτελοῦν τὴν προτύπωση τῶν ὑλικῶν μορφῶν.
Ἀφοῦ οἱ θεῖες Ἰδέες ἔχουν ὅλες τὸ χαρακτήρα τοῦ ἀπολύτου, τοῦ τελείου καὶ ἄρα τοῦ πλήρους, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς αἰθερικὲς προτυπώσεις τῶν πάσης φύσεως ὑλικῶν μορφῶν.
Οἱ δύο συνιστῶσες τῶν μορφῶν εἶναι τὸ σωματικὸ καὶ τὸ ἀσώματο. Καὶ ἐνῶ τὸ ἀσώματο παραμένει σταθερὸ καὶ ἄφθαρτο, τὸ σωματικό, ὑποκείμενο στὴ σχετικότητα τῶν συνθηκῶν τοῦ ἐπιπέδου τούτου, μεταβάλλεται καὶ φθείρεται. Ὁ Πλάτων χαρακτηρίζει ὡς μορφὴ τὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα ἢ τὸ φαινόμενο, ἀντιδιαστέλλοντάς την ἀπὸ τὸ εἶδος, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀληθινή, τὴν ἄυλη μορφή.
Ὁ ἰδεώδης, ὁ ἰδανικὸς τύπος κάθε μορφῆς εἶναι ἀσώματος ἀφοῦ ὅλες ἀπολύτως οἱ μορφὲς προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεῖον, τὸ ὁποῖο μποροῦμε, ὡς ἐκ τούτου, νὰ χαρακτηρίσουμε ὡς Παντόμορφο Θεό.
῾Ο Θεὸς εἶναι βέβαια ἄμορφος, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἔμμορφος ἀφοῦ, ἐκδηλούμενος μέσα στὴ Δημιουργία, ἐνυπάρχει σὲ ὅλες τὶς μορφές˙ ἐντούτοις εἶναι καὶ πέρα ἀπὸ κάθε μορφή, ἐνυπάρχων καὶ σὲ ὅ,τι εἶναι χωρὶς μορφή.
Ἐνῶ ἡ ἐσώτερη οὐσία τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει τὴν ἀντιληπτική μας ἱκανότητα, οἱ ἐνέργειές Του, ἡ Χάρις, ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Δύναμη πληροῦν ὁλόκληρο τὸ Σύμπαν καὶ μᾶς εἶναι ἄμεσα προσιτές. Οἱ ἐνέργειες αὐτὲς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μέσα στὴ δραστηριότητά Του καὶ τὴν αὐτοαποκάλυψή Του.
Τὸ ἄμορφο, ὄντας κατάσταση τοῦ Θείου, πέρα ἀπὸ κάθε ἔννοια μορφῆς, δὲν εἶναι ἄμεσα, πάει νὰ πεῖ μὲ τὰ αἰσθήματα, ἀντιληπτὸ ἀλλὰ βιωματικά. Ἄμεσα ἀντιληπτὴ εἶναι ἡ δημιουργημένη Δημιουργία ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ὁρατὴ μορφοποίηση τοῦ ἄμορφου, δηλαδὴ τοῦ ἀνεκδήλωτου, Θείου.
Ἡ ἄυλη μορφὴ δὲν ἔχει ποτὲ τὴν τύχη τῆς ἔνυλης μορφῆς, ἡ ὁποία παίρνει ὑπόσταση ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ ἰδεατὴ ἐκείνη, σταθερὴ καὶ ἄφθαρτη, ἀντίστοιχή της μορφή. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ ἐνυπόστατη μορφὴ ἀφανίζεται, ἡ ἰδέα της παραμένει, πέρα ἀπὸ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, ἐσαεὶ ἀναλλοίωτη.
Κάθε μορφὴ εἶναι «μέρος» τοῦ Πνεύματος ἐπενδεδυμένο μὲ ὕλη, δηλαδὴ ἐνυλοποιημένο «μέρος» τοῦ Πνεύματος, ὁ δὲ δυναμισμὸς ποὺ ἐμφανίζει ὀφείλεται, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο, στὴν παρουσία τοῦ Πνεύματος σὲ αὐτήν. Ἑπομένως, κάθε μορφὴ εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση ἡ ὑλικὴ ἔκφραση, τὸ ὑλικὸ ἐπένδυμα, τὸ ἀποτύπωμα στὸν κόσμο τῆς ὕλης μιᾶς θείας Ἰδέας ποὺ προβάλλεται ὡς ἀκτίνα σ’ αὐτόν, μέσα ἀπὸ τὰ διάφορα στρώματα τοῦ Αἰθερικοῦ, τὸ ὁποῖο ἀποδίδει τὸ ἰδεατὸ πρότυπο τῆς μορφῆς ὡς εἰκόνα.
Κάθε μορφὴ εἶναι, λοιπόν, Πνεῦμα μεταμορφωμένο σὲ κάτι τὸ ἁπτό, τὸ ὁρατό, τὸ αἰσθητό. Οἱ μορφὲς εἶναι σὰν αἰσθητοὶ φορεῖς ποὺ στεγάζουν, ξενίζουν τὸ Πνεῦμα, στὶς ὁποῖες αὐτὸ ἐπιλέγει νὰ ἐνοικήσει γιὰ ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα, ὄχι ὅμως παντοτινά.
Τὸ καθετὶ εἶναι πνευματικὸ καὶ ἄρα ἑνιαῖο ὡς πρὸς τὴ σύλληψή του καὶ ἀνόμοιο μόνον ὡς πρὸς τὴν ὑλική του ἔκφραση. Οἱ μορφὲς δὲν εἶναι παρὰ ἡ πολλαπλὴ διαφοροποίηση, ἡ πολλαπλότητα τῆς Μονάδας, τὰ προσωπεῖα ποὺ ἔλαβε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο μας. Κατὰ συνέπεια, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε Ὕλη μὲ τὴν τόσο ποικιλότροπη μορφοποίησή της εἶναι μιὰ συγκεκριμενοποίηση τοῦ Πνεύματος, μέσω τῶν μορφῶν, σὲ χαμηλότερα καὶ πυκνότερα ἐπίπεδα, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τὶς αἰσθήσεις μας σὲ ψευδαίσθηση ὡς πρὸς τὴν ἀληθινὴ ὑπόσταση τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ ἐκπόρευση τῆς κάθε θείας Ἰδέας ποὺ ὡς ἀκτίνα διασχίζει τοὺς κόσμους τοῦ Παντός, προσκρούοντας στὴν ἀντίσταση ποὺ τῆς προβάλλει ἡ Ὕλη, διαθλᾶται ἔτσι ποὺ μοιραῖα τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα ποὺ προκύπτει, μὲ ἄλλα λόγια ἡ μορφή, νὰ μὴν ἀνταποκρίνεται ἐπαρκῶς στὶς προδιαγραφὲς τῆς θείας Ἰδέας. Αὐτὴ ἡ διάθλαση τῆς κάθε ἀκτίνας τῆς πρωταρχικῆς Ἰδέας εἶναι ἄλλωστε ποὺ δημιουργεῖ τέτοια ποικιλία καὶ ἐναλλαγὴ φυσικῶν μορφῶν μὲς στὴν ὑλικὴ Δημιουργία ὥστε αὐτὴ ἐντέλει νὰ ἀποτελεῖ ἀμυδρὴ εἰκόνα τῆς προτύπωσής της.
Οἱ ἔνυλες μορφές, ὄντας ἐκφράσεις θείων Ἰδεῶν, ἀποτελοῦν σύμβολα αὐτῶν τῶν Ἰδεῶν. Καὶ πράγματι. Σύμβολο εἶναι κάθε εἰκόνα, σχῆμα, μορφὴ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου κ.λπ., μέσω τῶν ὁποίων παριστάνονται ἢ ὑποδηλώνονται πράγματα, πρόσωπα, διανοήματα ἢ γεγονότα, εἴτε κατὰ συνθήκη εἴτε κατὰ παράδοση εἴτε κατὰ τοὺς ψυχολογικοὺς νόμους, ἐπὶ τῆ βάσει ἀναλογικῆς ἀνταπόκρισης ἢ ψυχικῆς σχέσης ἀνάμεσα στὸ συμβολίζον καὶ τὸ συμβολιζόμενο. Ἄρα, ὅλες οἱ μορφὲς εἶναι ἐντέλει σύμβολα.
Οἱ ἄπειρες καὶ αἰώνιες θεῖες Ἰδέες ποὺ φέρονται ἀπὸ τὶς μορφὲς συνιστοῦν τὴν ἀντικειμενικὴ Ἀλήθεια, τὸ ὄντως Ὄν, ἐνῶ τὸ σύνολο τῶν μορφῶν συγκροτεῖ τὴν ἐκπεφρασμένη ἀντικειμενικότητα, δηλαδὴ τὴν πραγματικότητα ἢ τὸν κόσμο τοῦ πραγματικοῦ.
Κάθε ἐμφάνιση τοῦ Θείου στὸν κόσμο τῆς ὕλης ἐπενδύεται μία μορφή. Ὡς ἐκ τούτου οἱ μορφὲς εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ παρουσία τοῦ Θείου στὸν κόσμο τῆς ὕλης, ἡ σφραγίδα τοῦ Θείου πάνω στὴν ὕλη, τὸ μέσον γνωριμίας του μὲ Αὐτό. Εἶναι ὁ τρόπος ὁμιλίας τοῦ Θείου πρὸς αὐτόν, ἡ ἀπόληξη τῆς σκέψης Του, τὰ ἴχνη Του ποὺ τὰ ἀποζητᾶ μέσα στὴ Δημιουργία ἀλλὰ καὶ τὸ «εἴδωλό» Του, καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς ἀλλοιωμένο. Εἶναι ὄψεις μὲ τὶς ὁποῖες τὸ Θεῖον ἐμφανίζεται στὸν κόσμο τοῦτο, ἕναν κόσμο μὲ ἀρχὴ καὶ τέλος καὶ ἄρα πεπερασμένο. Ἑπομένως οἱ μορφὲς ἀφοροῦν τὸν κόσμο τοῦ πραγματικοῦ καὶ ἄρα τοῦ φαινομενικοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ κόσμος τῶν μορφῶν δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κόσμος ἀπατηλός, μιὰ φαινάκη, μιὰ ψευδαίσθηση ὡς πρὸς τὴν ἀληθινή τους ὕπαρξη.
Τὰ πάντα ἀποτελοῦν ἐκδήλωση τῆς ἐμφάνισης τοῦ Θείου στὸν κόσμο μας, τὰ πάντα εἶναι δηλαδὴ μιὰ θεοφάνεια, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει σὲ ὅποιον Τὸ ἀναζητᾶ νὰ Τὸ βιώσει.
Ὅταν λέμε ὅτι τὸ Θεῖον μορφοποιεῖ τὴν Ὕλη, ἐννοοῦμε ὅτι οἱ θεῖες Ἰδέες ἐπενδύονται τὴν ὕλη ἐμφανιζόμενες ὡς μορφές. Ἑπομένως, κάθε μορφὴ ὑποκρύπτει μία Ἰδέα τοῦ θείου Δημιουργοῦ, εἶναι ἔνδειξη κάποιας δημιουργίας καὶ κατ’ ἐπέκταση μιᾶς Ἰδέας τοῦ Θείου. Ὅλες οἱ μορφὲς εἶναι, λοιπόν, ἐκφράσεις Ἰδεῶν, ἐκφράσεις τῆς μιᾶς καὶ ἀδιαίρετης Ἰδέας-Ἀρχῆς.
Μορφὴ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θέλησης τοῦ Θείου νὰ ὀργανώσει, νὰ δομήσει τὴν ἀταξία ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν Πτώση. Ἡ μορφὴ εἶναι τάξη. Ὀρθῶς, λοιπόν, θεωρεῖται ὁ κόσμος τῆς ὕλης ὡς ἡ κοιτίδα τῆς μορφικῆς πλευρᾶς τῆς Ζωῆς.
Ἀφοῦ οἱ μορφὲς ὀφείλονται στὴ δράση τοῦ Θείου γιὰ τὴ διαμόρφωση τοῦ κόσμου τῆς ὕλης, δράση ἡ ὁποία γίνεται βάσει Σχεδίου, τὸ δὲ Σχέδιο ἀποτυπώνει θεῖες Ἰδέες, ὑπάρχει σχέση μεταξὺ θείων Ἰδεῶν καὶ μορφῶν τοῦ κόσμου. Ἡ σχέση αὐτὴ εἶναι σχέση αἰτίου - αἰτιατοῦ ὅπου οἱ θεῖες Ἰδέες εἶναι τὸ αἴτιο, ἐνῶ οἱ μορφὲς τὸ αἰτιατό.
Μέσα ἀπὸ τὰ ἐσώτερα αἴτια, ἢ ἀλλιώτικα τοὺς λόγους, τῶν μορφῶν, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔρθει σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Πρῶτο Αἴτιο, τὸν Λόγο.
Προκειμένου νὰ ὑλοποιηθεῖ ἡ σχέση μεταξὺ Ἰδέας καὶ μορφῆς, ποὺ εἶναι, ὅπως εἴπαμε, σχέση αἰτίου - αἰτιατοῦ, μεσολαβοῦν οἱ θεῖοι Νόμοι.
Τὸ θεῖο Σχέδιο λειτουργεῖ βάσει δύο σημαντικῶν κατηγοριῶν Νόμων, οἱ ὁποῖοι διέπουν τὴν ὑλικὴ Δημιουργία: τῶν δημιουργούντων ἢ δημιουργικῶν Νόμων καὶ τῶν συντηρούντων τὴν ὑλικὴ Δημιουργία ἢ συντηρητῶν Νόμων. Ἡ ἐμφάνιση τῶν μορφῶν ὀφείλεται στὴ δράση τῶν δημιουργούντων Νόμων, ἡ δὲ διατήρησή τους στὴ δράση τῶν συντηρητῶν Νόμων.
Οἱ θεῖοι Νόμοι δροῦν ἀενάως μέσα στὸν κόσμο, πάντοτε ἐπεμβαίνοντας ἔτσι ὥστε οἱ μὲν μορφὲς νὰ μετατρέπονται, νὰ μεταβάλλονται, νὰ βελτιώνονται καὶ νὰ ἐξελίσσονται, ἡ δὲ ὑλικὴ Δημιουργία νὰ συντηρεῖται. Μέσα σὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ποὺ ὀφείλονται στὴ δράση τῶν θείων Νόμων, ἔχει πάντοτε ὁ ἄνθρωπος τὴ δυνατότητα νὰ διδάσκεται καὶ νὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὶς μορφὲς ποὺ τὸν περιβάλλουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου