Σκέψεις πάνω στὴν ἰσοτιμία τῶν φυσικῶν μορφῶν[*]
Στὴν Ἴσιδα Κουνδούρου
Συχνὰ γίνεται λόγος γιὰ ἀνώτερες καὶ κατώτερες φυσικὲς μορφές. Πῶς ὅμως τολμᾶμε νὰ προβαίνουμε σὲ τέτοιου εἴδους κατηγοριοποιήσεις, ὅταν ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ μορφὲς ἔχουν δημιουργηθεῖ καὶ συγκροτηθεῖ κατὰ τέτοιον τρόπο ποὺ νὰ ἱκανοποιοῦν ἀπολύτως ἕναν συγκεκριμένο σκοπό, ὅταν δηλαδὴ ὅλες εἶναι ἐξίσου ἀπαραίτητες στὴν ὑλικὴ Δημιουργία; Ἐξάλλου, καμία φυσικὴ μορφὴ -στὴν αἰθερική της τουλάχιστον προτύπωση- δὲν «ἐμπεριέχει» περισσότερο Θεῖον ἀπὸ κάποιαν ἄλλη. Ὅ,τι δημιουργεῖ ἄλλωστε ὁ Θεὸς ἀποκλείεται νὰ μὴν εἶναι ὁλοκληρωμένο, πλῆρες. Τὸ γεγονὸς τοῦτο καθιστᾶ ὅλες τὶς φυσικὲς μορφὲς ἀπολύτως ἰσότιμες μεταξύ τους, ἀσχέτως ἂν τελικὰ ἐπιτυγχάνουν ἢ ὄχι τὸ στόχο τους καὶ ἄν δικαιώνεται τελικὰ ἡ ὕπαρξή τους μέσα στὴ Δημιουργία. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, ὁ σκύλος, τὸ βλῆτο καὶ μία πέτρα εἶναι ἰσότιμες μορφὲς ἀφοῦ εἶναι ἐξίσου θεῖα δημιουργήματα, θεωρούμενες βέβαια ὡς πρὸς τὴν πρωταρχική τους σύλληψη. Οἱ θεῖες Συλλήψεις εἶναι, ἐξυπακούεται, ἰσότιμες, ὅπως καὶ οἱ Ἰδέες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτές. Ἐκεῖνες ποὺ διαβαθμίζονται εἶναι οἱ ἐκφράσεις τους στὸν κόσμο μας, δηλαδὴ οἱ ὑλομορφοποιήσεις τους˙ καὶ διαβαθμίζονται ὡς πρὸς τὸ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο ἔργο ποὺ ἔχουν κληθεῖ νὰ ὑπηρετήσουν μέσα στὴ Δημιουργία, καὶ ὄχι ὡς πρὸς τὸ βαθμό ἀνταπόκρισής τους σὲ αὐτὸ τοῦτο τὸ ἔργο τους. Μόνο, λοιπόν, ὡς πρὸς τὴ διαβάθμιση τοῦ μοναδικοῦ ἔργου τους θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς χαρακτηρίσουμε, καταχρηστικῶς καὶ μὲ ἀνθρώπινα πάντοτε κριτήρια, ἀνώτερες ἢ κατώτερες.
Ἡ ταξινόμηση τῶν ὑλικῶν μορφῶν τῆς Δημιουργίας, αὐθαίρετα, σὲ μορφὲς πρωτεύουσας, δευτερεύουσας, τριτεύουσας καὶ λοιπῆς τάξεως, ὀφείλεται σὲ ἀνθρωποκεντρικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου, ἀνάλογα μὲ τὸ τί αὐτὲς προσφέρουν στὴ θεία ἐκείνη δραστηριότητα ἐπὶ τῆς γῆς ποὺ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἄλλωστε, ὁλόκληρο τὸ γήινο περιβάλλον δημιουργήθηκε ὡς ὑποδομὴ προκειμένου νὰ ἀκουμπήσει πάνω του τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τὴ μορφὴ τοῦ Ἀνθρώπου-Ἀδάμ˙ καὶ τοῦτο προκειμένου νὰ ὑπηρετηθεῖ στὸ Ἔργο του ὁ Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλης τῆς κλίμακας στὴν ὑλικὴ ἐτούτη τρισδιάστατη Δημιουργία καὶ ἄρα ἱερός. Συνεπῶς, τὸ ἀνώτερο καὶ τὸ κατώτερο, ὅσον ἀφορᾶ τὶς φυσικὲς μορφὲς εἶναι ἀνυπόστατο καὶ νοεῖται μόνον ὡς πρὸς τὴ διαβάθμισή τους, ἡ ὁποία εἶναι συνάρτηση τῆς ἐμβέλειας, τοῦ στόχου καὶ τῆς διάστασης τοῦ ρόλου ἀκριβῶς ποὺ τὸ Πνεῦμα τοὺς ἔχει ἀναθέσει νὰ διαδραματίσουν μέσα στὴ Δημιουργία˙ μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι συνάρτηση τῆς προσφορᾶς τῆς κάθε μορφῆς στὸ ὅλο ἔργο τῆς ἀποκατάστασης τῆς Τάξης, ἡ ὁποία διαταράχτηκε ἀπὸ τὸ ὕψιστο πνευματικὸ ἐκεῖνο γεγονὸς ποὺ μυθολογικὰ τὸ ἀποκαλέσαμε «Πτώση».
Κάθε ἀνεξαιρέτως φυσικὴ μορφὴ ἕλκει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴν ἴδια Πηγὴ καὶ εἶναι πλασμένη σύμφωνα μὲ κάποια Ἰδέα ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ θεία Φαντασία. Ἐξάλλου, ὅλες οἱ Ἰδέες εἶναι, ὅπως προαναφέρθηκε, ἰσότιμες μεταξύ τους. Καὶ ἀφοῦ ἡ κάθε μορφὴ εἶναι τὸ ὑλικὸ ἐπένδυμα μιᾶς ἰδέας, ὅλες οἱ φυσικὲς μορφὲς εἶναι καὶ αὐτὲς ἰσότιμες μεταξύ τους. Ἂν καὶ ἰσότιμες, ἐμφανίζουν ὡστόσο, ἀπὸ κατηγορία σὲ κατηγορία, τεράστιες διαφορὲς μεταξύ τους, καὶ βέβαια ὄχι μόνο τὶς μορφικὰ ἐμφανεῖς. Οἱ διαφορὲς ἐτοῦτες, ἐνῶ δὲν ἀναιροῦν τὴν ἰσοτιμία τῶν μορφῶν, ἀποδεικνύουν τὴ μὴ ἰσότητά τους. Ἄλλωστε, ἐξ ὁρισμοῦ, ἡ ἰσοτιμία ἀφορᾶ τὴν ἀναγνώριση ἀξίας, ἐνῶ ἡ ἰσότητα ἀφορᾶ ποσὰ ἢ μεγέθη. Ὡστόσο ἐπικρατεῖ γενικῶς ἡ ἐσφαλμένη ἐντύπωση πὼς οἱ φυσικὲς μορφὲς δὲν εἶναι ἰσότιμες μεταξύ τους, ἀντὶ τῆς ὀρθῆς ἄποψης πὼς δὲν εἶναι ἴσες. Ἐν πάση περιπτώσει, ἀπὸ τὶς παντοειδεῖς διαφορὲς ποὺ ἐμφανίζουν οἱ μορφὲς στὴ μεταξύ τους σύγκριση, ξεχωρίζουν ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τὸ βαθμὸ ἀνταπόκρισης τῶν μορφῶν πρὸς τὸ περιβάλλον τους καθὼς καὶ τὸν τρόπο ἐπικοινωνίας τους μὲ αὐτὸ.
Κάθε φυσικὴ μορφὴ διαθέτει μιὰ γλώσσα ἐπικοινωνίας μὲ τὸ περιβάλλον της, εἴτε αὐτὴ ἀφορᾶ τὴν ὁμιλία ὅταν πρόκειται γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἴτε τὴ φωνή ὅταν πρόκειται γιὰ τὰ λοιπὰ ζῶα, εἴτε τέλος τὶς δονήσεις προκειμένου γιὰ τὶς μορφὲς τῆς ἄβιας ὕλης. Ὁ βαθμὸς ἐπικοινωνίας τῆς κάθε φυσικῆς μορφῆς μὲ τὶς ὑπόλοιπες δημιουργεῖ μία κλιμάκωση τῶν μορφῶν, μὲ ἀποκορύφωμα τὸν ἄνθρωπο, τουλάχιστον ἀπὸ ἀνθρωποκεντρικὴ θεώρηση τοῦ ζητήματος. Ὁ ἄνθρωπος εἰδικότερα ἐπικοινωνεῖ μὲ λέξεις, τὶς ὁποῖες ὁ νοῦς του μετατρέπει σὲ ἔννοιες κι ἔτσι μπορεῖ νὰ διατυπώνει λεκτικὰ τὶς ἰδέες του. Ὡστόσο δὲν χρησιμοποιεῖ τὸν ἔναρθρο λόγο μόνο γιὰ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ περιβάλλον του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μαρτυρεῖ τὴ σχέση του μὲ τὸ Θεῖον. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ «ἡ ὁμιλία εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἐν δυνάμει ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου», μὲ τὴν ὁποία αὐτὸς ἐκφράζει -ἢ μᾶλλον ὀφείλει νὰ ἐκφράζει- τὸ λόγο τῆς ὕπαρξής του, ὅπως ἄλλωστε ἡ ἴδια ἡ λέξη λόγος ἀμφίσημα σημαίνει: τὴν αἰτία, τὴ σχέση ἀλλὰ καὶ τὴ λογικὴ ἱκανότητα βέβαια. Μὲ ἄλλα λόγια, μὲ τὴν ὁμιλία ὀφείλει νὰ δηλώνει τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξής του καθὼς καὶ τὴ σχέση του πρὸς τὸν Δημιουργό. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε, «ἡ ὁμιλία ἀποτελεῖ ἀδιάψευστη, ἀλάθητη ἀπόδειξη τῆς πνευματικῆς ὕψωσης ἢ κατάπτωσης τῆς ἀνθρώπινης νοοτροπίας».
Ἡ ἰσοτιμία τῶν φυσικῶν μορφῶν δὲν τὶς καθιστᾶ, λοιπόν, ἴσες μεταξύ τους. Κάθε ἄλλο μάλιστα. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ἡ καθεμία ἔχει διαφορετικὸ ρόλο νὰ διαδραματίσει, νὰ ἐπιτελέσει μέσα στὴν τεράστια συμφωνικὴ ὀρχήστρα τῆς ὑλικῆς Δημιουργίας. Ἄλλωστε πουθενὰ μέσα στὴ Φύση δὲν διαπιστώνεται ἡ ὕπαρξη τῆς ἰσότητας, μιᾶς ἔννοιας τόσο παρεξηγημένης. Ὅσον ἀφορᾶ εἰδικότερα τὰ ἀνθρώπινα ὄντα, αὐτὰ δὲν εἶναι ἴσα καὶ γιὰ ἕναν ἐπιπροσθέτως λόγο ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς προφανεῖς βιολογικοὺς καὶ κοινωνικο-ταξικοὺς λόγους: τὴ μοναδικότητα τῶν φυσικῶν καὶ πνευματικῶν προδιαγραφῶν τοῦ καθενὸς ξεχωριστά, τὴ μοναδικότητα δηλαδὴ τῶν ἰδιαζόντων χαρακτηριστικῶν του κατὰ τὸ σῶμα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα του, τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν τὴ φυσική του προσωπικότητα. Ἑπομένως, ἡ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη φυσικὴ προσωπικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου συντελεῖ ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν εἶναι «δομικὰ» ἴσοι μεταξύ τους καὶ ἀναιρεῖ τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη πὼς εἶναι ἴσοι. Ἡ παρανοημένη ἰσότητα ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἀνθρώπινα ὄντα πρέπει νὰ ἀναφέρεται μόνο στὰ ἴσα δικαιώματα ὡς πρὸς τὴ Ζωὴ ποὺ πρέπει νὰ τοὺς ἀναγνωρίζονται, λόγω ἀκριβῶς τῆς ἀπόλυτης ἰσοτιμίας τους ἀπέναντι στὸ Θεῖον, καθὼς καὶ τὶς ἴσες δυνατότητες ποὺ πρέπει νὰ τοὺς παρέχονται γιὰ τὴν ἐλεύθερη, ἀπρόσκοπτη καὶ ὁλοκληρωμένη ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητάς τους, μὲ ἄλλα λόγια γιὰ τὴν αὐτοολοκλήρωσή τους. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι ἔχουν, λοιπόν, τὸ δικαίωμα νὰ διεκδικοῦν τὴν ἰσότητά τους ἀπέναντι στὸ νόμο καὶ τὴν πολιτεία, νὰ διεκδικοῦν δηλαδὴ τὴν ἰσονομία καὶ τὴν ἰσοπολιτεία τῶν πάντων.
Κάθε φυσικὴ μορφὴ ἔχει, ὅπως προαναφέρθηκε, ἕναν ἀναντικατάστατο καὶ ἑπομένως μοναδικὸ ρόλο νὰ ἐπιτελέσει καὶ εἶναι πρὸς τοῦτο προικισμένη μὲ τὶς ἀπαραίτητες ἰδιότητες. Ὡς ἐκ τούτου βρίσκεται σὲ ἀπόλυτη ἰσοτιμία -ὄχι ὅμως, ἐπαναλαμβάνω, σὲ ἰσότητα- μὲ ὅλες τὶς ἄλλες μορφὲς τῆς Δημιουργίας. Ἡ ἔννοια τοῦ ἀναντικατάστατου τοποθετεῖ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς μορφὲς σὲ ὁριζόντια διάταξη καὶ παραλληλότητα. Ἀντιθέτως, ἡ διαφοροποίηση τῶν μορφῶν ὡς πρὸς τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουν νὰ ἐκπληρώσουν καὶ τοὺς ρόλους ποὺ ἔχουν νὰ διαδραματίσουν, τὶς διαβαθμίζει καὶ τὶς καθιστᾶ μοναδικές. Ἄρα, ὅλες οἱ μορφές εἶναι ἰσότιμες, πλὴν ὅμως διαβαθμισμένες. Οἱ μορφὲς, λοιπόν, ἱεραρχοῦνται ὁριζόντια ὡς πρὸς τὴν τεράστια ποικιλία τῶν εἰδῶν τους καὶ κάθετα ὡς πρὸς τὴ σκοπιμότητά τους. Στὸν πνευματικὸ κόσμο ἡ ἱεράρχηση τῶν ὄντων εἶναι σημειακή. Ἡ διαβάθμιση, λοιπόν, τῶν φυσικῶν μορφῶν δὲν σημαίνει ἀνισοτιμία μεταξύ τους, σημαίνει ὅμως ἀνισότητα.
Ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἀνισότητας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει ἁπαξάπασες τὶς φυσικὲς μορφές, μποροῦμε αὐτὲς νὰ τὶς διακρίνουμε σὲ ἁπλούστερες καὶ πολυπλοκότερες ἢ συνθετότερες. Τὸ ἀνθρώπινο ὂν εἶναι τὸ πολυπλοκότερο καὶ συνθετότερο ἀπὸ τὰ γήινα ὄντα, εἶναι τὸ κορυφαῖο ἐπίγειο εἶδος ἔμβιου ὄντος.
Καθὼς ὅλες οἱ ἐπὶ μέρους μορφὲς μέσα στὸ ἴδιο εἶδος εἶναι ἀπόλυτα ἰσότιμες μεταξύ τους, ἐξίσου ἰσότιμα μεταξύ τους εἶναι καὶ ὅλα τὰ διαφορετικὰ εἴδη, ἀνεξαρτήτως τῆς διαβάθμισής τους ὣς πρὸς τὴ σκοπιμότητα καὶ τὸ ρόλο τους μέσα στὴν ὑλικὴ Δημιουργία. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ εἶναι ἀδιανόητο νὰ μὴν ἔχουν ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ εἴδη δημιουργηθεῖ γιὰ μιὰ ἰσότιμη συμμετοχή τους -ἀκόμα κι ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι προφανὲς- στὴν ἐπίτευξη τοῦ κοινοῦ Ἔργου, ποὺ τοὺς ἔχει «ἐκ κατασκευῆς», ἐκ φύσεως ἀνατεθεῖ, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ καὶ ἡ παραμικρότερη ψηφίδα ἔχει τὴ θέση της στὴ φιλοτέχνηση ἑνὸς ψηφιδωτοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ αὐτὸ νὰ νοηθεῖ ὁλοκληρωμένο. Ἔτσι καὶ σ’ ἕνα δέντρο, οἱ ρίζες, ὁ κορμός, τὰ κλαδιὰ καὶ τὸ φύλλωμά του ἐξυπηρετοῦν τὸν ἴδιο σκοπό: νὰ ζήσει τὸ δέντρο, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ πὼς κάποια ἀπὸ τὰ παραπάνω στοιχεῖα εἶναι ἀχρείαστα στὸ δέντρο.
Ἀνακεφαλαιώνοντας: ἡ παρουσία ὅλων τῶν φυσικῶν μορφῶν, πλὴν τοῦ ἀνθρώπου, ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ ἐκπληρώσουν αὐτὲς ἰσότιμα τὸ ρόλο ποὺ τοὺς ἔχει ἀνατεθεῖ ἀπὸ τὸν Δημιουργό τους, συμβάλλοντας, ἡ καθεμία μὲ τὸν τρόπο της, στὴν ὁλοκλήρωση τοῦ κύκλου τῆς Ζωῆς. Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια, μποροῦμε δικαίως νὰ χαρακτηρίσουμε τὸ ρόλο τους ὡς ἑτερόνομο. Ἀπεναντίας, ὁ ρόλος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτόνομος, πρωτοβουλιακός, ἐπειδὴ διαθέτει αὐταντίληψη καθὼς καὶ βαθμὸ συνείδησης ὡς σπίθα τοῦ «ποιητικοῦ θείου Νοός, πηγῆς πάσης ἀληθείας». Ἡ συνείδησή του ἐξάλλου τὸν διαφοροποιεῖ ἀπὸ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς λοιπὲς μορφὲς τῆς ὑλικῆς Δημιουργίας καὶ τὸν παραλληλίζει «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» πρὸς τὸν Θεό. Ὡς ἐκ τούτου τὸν καθιστᾶ ἱκανὸ νὰ κατευθύνει τόσο τὸν ἑαυτό του ὅσο καὶ τὶς λοιπὲς μορφές, συντελώντας ἔτσι ὄχι μόνο στὴ δική του ἐξέλιξη καὶ ἀνέλιξη, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐξέλιξη ὁλόκληρης τῆς Δημιουργίας.
Δὲν εἶναι ἀνώφελο νὰ τονιστεῖ γι’ ἄλλη μία φορὰ στὸν ἀναγνώστη πώς ὅλη ἡ παραπάνω θεώρηση τῶν μορφῶν εἶναι ἐντελῶς ἀνθρωποκεντρική. Ποιὸς ἄλλωστε θεωρεῖ, ποιὸς ἀντιλαμβάνεται ἐν τέλει τὶς μορφές; Καὶ ποιὸς κάνει λόγο περὶ τῶν μορφῶν; Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς προσδίδει διαφορετικὴ σημασία, ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ ἀνταποκριτικότητάς τους πρὸς αὐτόν καθὼς καὶ μὲ τὸ βαθμὸ χρησιμότητας καὶ εὐαρέσκειας ποὺ ὁ ἴδιος εἰσπράττει ἀπ’ αὐτές. Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται ἐπίσης νὰ τεμαχίζει σὲ μορφὲς τὴν εἰκόνα ποὺ σχηματίζει γιὰ τὸν Κόσμο μὲ βάση τὴ νοητική του λειτουργία, μὲ τὴν ὁποία τὸν προίκισε ὁ Δημιουργός του. Ἄλλωστε κι αὐτὸς ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος δὲν εἶναι παρὰ δύο βασικὲς μορφές, οἱ ὁποῖες περιλαμβάνουν τὶς ὑπόλοιπες μορφές. Σὲ ἄλλες ὅμως πραγματικότητες ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος εἶναι ἀνυπόστατοι. Ἡ ἀνθρώπινη θεώρηση τῶν μορφῶν δὲν ἀποτελεῖ, λοιπόν, μία ἐξ ἀντικειμένου ἀλήθεια, ἀλλὰ τὴν ὑποκειμενικότητα ποὺ ἀναγκαστικὰ βιώνει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὴ χωροχρονικὴ σύμβαση, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἐπεξεργάζεται καὶ ἀποδέχεται ὡς κοινὸ συμφώνημα, βάσει τῶν πληροφοριῶν μὲ τὶς ὁποῖες τὸν τροφοδοτοῦν οἱ αἰσθήσεις του καθὼς συγκρούονται μὲ τὴν πραγματικότητα. Τὸ παράδοξο ὡστόσο εἶναι πὼς ὁ ἴδιος ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὸν μορφοποιημένο κόσμο, μπορεῖ ἐξίσου νὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ τὴν ἀναίρεσή του ὡς ψευδαίσθησης (ἰνδ. Μάγια), σύμφωνα ἄλλωστε καὶ μὲ τὰ ἐντυπωσιακά εὑρήματα τῆς σύγχρονης κβαντικῆς φυσικῆς.
*Πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ ΠΑΡΟΔΟΣ, τχ 26-27, [Ἀπρ. 2009], σσ. 2981-2984.